-
1 ἐπανισόω
A make equal, balance evenly,τινὰς πρὸς ἀλλήλους Th.8.57
;ἐ. τὰ μέτρα IG22.1013.15
;τοῖς ἀδελφοῖς τὸ διαφέρον Just. Nov.92.1
Intr.; (?)ap. Orib.inc.4.2;τὸ ἐλαττούμενον Polyaen.7.16.2
; reduce,εἰς τὸ μέτριον τὴν ὑπερβολήν Arist.Resp. 478a3
; τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε the others like wise he made equal to one another, distributing to them their faculties, Pl.Prt. 321a:—[voice] Pass., to be made equal, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανισόω
См. также в других словарях:
επανισώ — ἐπανισῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι ίσο, ισοδύναμο με άλλα, εξισώνω, ισοσταθμίζω («και τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε», Πλάτ.) 2. επαναφέρω στην κανονική θέση, στη μεσότητα («ἐπανισουμένους τῷ πλήθει τε καὶ ὀλιγότητι τῆς διανομῆς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek